- τετράστάδιος
- τετρά-στάδιος [στᾰ], ον,A four stades in length,
πορθμός Str.8.6.3
: τετραστάδιον, τό, a length of four stades, Id.7.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορθμός Str.8.6.3
: τετραστάδιον, τό, a length of four stades, Id.7.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραστάδιος — τετράστάδιος four stades in length masc/fem nom sg τετραστάδιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστάδιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων σταδίων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάδιον μήκος τεσσάρων σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στάδιον (πρβλ. δεκα στάδιος)] … Dictionary of Greek
τετραστάδιον — τετράστάδιος four stades in length masc/fem acc sg τετράστάδιος four stades in length neut nom/voc/acc sg τετραστάδιος masc/fem acc sg τετραστάδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασταδίου — τετράστάδιος four stades in length masc/fem/neut gen sg τετραστάδιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρασταδίῳ — τετράστάδιος four stades in length masc/fem/neut dat sg τετραστάδιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek